- χαλεπός
- -ή, -ό / χαλεπός, -ή, -όν, ΝΜΑδύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔγ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν.δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς», Ομ. Ιλ.)μσν.-αρχ.1. αυτός που προξενεί πόνο και φόβο, αλγεινός, φοβερός, τρομερός (α. «λιμοῦ χαλεποῦ», Γρηγ. Νύσσ.β. «οὐ γὰρ χαλεπὸν τὸ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ χαλεπὸν τὸ παροξῦναι τὸν δεσπότην», Ιωάνν. Χρυσ.γ. «χαλεπὸν δὲ σε γῆρας ὀπάζει», Ησίοδ.δ. «χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο κεραυνός», Ομ. Ιλ.)2. επιβλαβής, επιζήμιος, βλαβερός («ἀρχὴ δὲ πάντων χαλεπῶν φιλαργυρία», Πολύκλ.)αρχ.1. ενοχλητικός, δυσάρεστος («δύσφοροι καὶ χαλεποὶ... θώρακες», Ξεν.)2. επίφοβος, επικίνδυνος (α. «δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι χαλεποὶ λίαν», ΚΔβ. «ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι» Ομ. Οδ.)3. (για έδαφος) δύσβατος («χωρία χαλεπὰ πετρώδη», Θουκ.)4. (για πρόσ.) δύστροπος (α. «οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ δύσκολος», Αριστοφ.β. «ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων δμωσὶν Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ.)5. αυστηρός, άτεγκτος («ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων χαλεπός», Ηρόδ.)6. (για λόγο) σκληρός, εκφοβιστικός ή προσβλητικός («χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Οδ.)7. (για ζώο) άγριος, ατίθασος («θηρία... χαλεπὰ τὰς φύσεις», Πλάτ.)8. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλεπόνχαλεπότης*, σφοδρότητα9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χαλεπάοι δυσκολίες, οι στενοχώριες10. φρ. «χαλεπὸν χωρίον» — τοποθεσία που είναι δύσκολο να καταληφθεί (Ξεν.).επίρρ...χαλεπῶς ΜΑ1. δύσκολα, με δυσχέρεια («ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.)2. σκληρά, με αυστηρότητα ή με οργή («σκαιῶς γὰρ καὶ χαλεπῶς αὐτοῦ ἐκπυνθάνει», Αριστοφ.)3. φρ. «χαλεπῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε κακή κατάσταση (Πλάτ.)αρχ.1. μόλις και μετά βίας2. φρ. α) «χαλεπῶς ἔχω» — οργίζομαι (Ξεν.)β) «χαλεπῶς φέρω» — υπομένω με δυσκολία (Θουκ.)γ) «χαλεπῶς ἔχει» — είναι δύσκολο (Θουκ.)δ) «χαλεπῶς διατίθεμαι» — έχω κακή διάθεση (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαιότατο επίθ. άγνωστης ετυμολ. Τόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με ένα πρωτοελλ. επίθημα -πός από το θ. τού ρ. χαλῶ και συνδέεται με τον τ. χωλός (για την πιθανή σύνδεση τού χωλός με το χαλῶ βλ. λ. χωλός) «κουτσός» όσο και η σύνδεσή της με το αρχ. σλαβ. zblb «κακός» δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.